νομοθετώ

νομοθετώ
[номотэто] р. устанавливать, издавать законы

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νομοθετώ" в других словарях:

  • νομοθετώ — νομοθετώ, νομοθέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νομοθετώ — (ΑΜ νομοθετῶ, έω) [νομοθέτης] συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώ μσν. (για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτι μσν. αρχ. ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», Πλάτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νομοθετώ — νομοθέτησα, νομοθετήθηκα, νομοθετημένος 1. θέτω, θεσπίζω, συντάσσω κανόνες δικαίου: Τι νόμους πια να κάνουν οι συγκλητικοί; Οι βάρβαροι, σαν έρθουν, θα νομοθετήσουν (Καβάφης). 2. το μέσ., νομοθετούμαι καθορίζομαι, επιβάλλομαι με νόμο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομοθετῶ — νομοθετέω frame laws pres subj act 1st sg (attic epic doric) νομοθετέω frame laws pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντινομοθετώ — (AM ἀντινομοθετώ, έω) θέτω αντίθετους νόμους, νομοθετώ αντίθετα προς άλλους νόμους αρχ. 1. νομοθετώ εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς το θέλημα κάποιου 2. παρουσιάζω αντινομία, αντιφάσκω 3. προσδιορίζω, καθορίζω αντίθετα προς κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • προνομοθετώ — έω, Α νομοθετώ πριν από ένα γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νομοθετῶ] …   Dictionary of Greek

  • συννομοθετώ — έω, ΜΑ [νομοθετῶ] νομοθετώ από κοινού («συννομοθετεῑν κελεύειν τίς νικᾱν ἄρα δίκαιος», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • възаконѧти — ВЪЗАКОНѦ|ТИ (23), Ю, ѤТЬ гл. Устанавливать в качестве правила, закона: во нь же взаконѩеть възносити безъскв(е)рньноую жертвоу. КР 1284, 267г; се же гл҃ть не о таковѣи ˫азвѣ възаконѩ˫а токмо нъ о всемь незлобии отиноудь наказа˫а насъ... не да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επινομοθετώ — ἐπινομοθετῶ, έω (Α) [νομοθετώ] εισάγω πρόσθετους νόμους («ἐπινομοθετούντων καὶ τῶν ἄλλων ὁπόσα ἂν ὁ νόμος ἐκλείπῃ δι’ ἀπορίαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»